- ἀναψύχοντες
- ἀναψύ̱χοντες , ἀναψύχωcoolpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пока˫ати — ПОКА|˫АТИ1 (1*), Ю, ѤТЬ гл. Совершить покаяние (вид церковного наказания): видѣхъ… нѣкоѥго ѿ разбоиникъ. къ мнискому житию пришьдъша. ѥгоже изрѧдныи. iѡ҃ пастухъ врачь повелѣ за •з҃• д҃нии пока˫авшаго приимати. на видѣни(е) токъмо мѣста покоинаго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… … Dictionary of Greek